![]() |
ο παπα-Γιώργης απο φωτογραφία στο σπίτι της εγγονής του Ευθυμίας |
Γεννήθηκε στο Αρμούτσαλι της Τουρκίας στην περιοχή του Απέσς περίπου το 1858 (προσεγγιστικά αφού το πρώτο παιδί του η Αννίτσα γεννήθηκε το 1878). Ο πατέρας του Χατζη Γοργόρς ήθελε να γίνει παπάς. Ο ίδιος το αποφάσισε μόνο όταν η γυναίκα του Σόνα Παναγιωτίδου του έδειξε ότι και αυτή θέλει.
Ξεκίνησε ιερατικές σπουδές και ήταν δύσκολα γιατί δούλευε και διάβαζε . Χωρίς να ξέρει κανείς άλλος πήγε σ’ άλλο χωριό και σπουδαζε ή έκανε πρακτική. Τρία χρόνια αργότερα κάποιος είπε στον πατέρα του ότι τον είδε στα χωριά της Σαμψούντας (σί Σαμψωνί τα χωρία). Πήγε ο πατέρας του (Χατζή Γοργόρς)και ο πεθερός του (Χατζή Χαράλαμπος) και τον βρήκανε. Τους είπε ότι σε λίγους μήνες τελειώνει η εκπαίδευση του και επιστρέφει στο χωριό. Μάλιστα τους έδωσε και από 2 λίρες και γύρισαν στο χωριό ευχαριστημένοι.
Κάτω από το ράσο πάντα είχε όπλο και γι’ αυτό δεν ήθελε ο δεσπότης να τον κάνει παπά. Ένα περιστατικό όμως τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Πήγε κάποτε ο δεσπότης με άλλους παπάδες και το παπά Γιώργη στα χωριά του Ορντού να εγκαινιάσει μια εκκλησία. Στο δρόμο τους πλησίασαν κλέφτες και ο παπά Γιώργης αναγκάστηκε να ρίξει τουφεκιές για να φοβηθούν οι κλέφτες. Δεν τον άρεσε αυτό τον Δεσπότη ο οποίος δεν τον άφησε μετά να μπει όταν έφτασαν στην εκκλησία που θα εγκαινίαζαν. Δεν έμεινε όμως ευχαριστημένος από τον τρόπο που έψελναν οι παπάδες και αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τον παπα-Γιώργη που έψελνε πολύ ωραία. Στον γυρισμό τους επιτέθηκαν και πάλι οι κλέφτες και τους έσωσε ο παπα-Γιώργης με την χρήση του τουφεκιού. Από τότε ο Δεσπότης άλλαξε γνώμη και θεωρούσε οτι τον έσωσε την ζωή ο Παπα-Γιώργης.
Σαν παπάς μάζευε λεφτά απο το ποίμνιο και έκτιζε γέφυρες όπου χρειάζονταν και φύτευε δένδρα όπως π.χ. πεύκα που τα διηγιόταν η μετέπειτα νύφη του Παρθένα που θυμόταν ότι την εντυπωσίασαν κάποτε που πέρασε μάλλον από το Αρμούτσαλι.
Στο Αρμούτσαλι ήταν άλλοι δυο παπάδες. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος αναζήτησης καινούργιου μέρους. Ίσως άλλος λόγος να ήταν που φοβήθηκε τα αντίποινα από του Αρμένιους σύμφωνα με τη εξής ιστορία.
Είχε αρχίσει να τελειώνει το χόρτο για τα ζώα τους από το Αρμούτσαλι και αναγκάστηκαν να τα μεταφέρουν σε διπλανό Αρμένικο χωριό που ήταν δίπλα σε λίμνη. Ίσως σε μια όμορφη τοποθεσία έξω από την Σεβάστεια που ονομάζονταν Άγιοι σαράντα. Έκτισαν πρόχειρα στάβλο και σπιτάκι και είχαν κάποιο συγγενή που κοίταζε τα ζώα και κάθε μέρα του πήγαιναν φαγητό εναλλάξ οι συγγενικές οικογένειες. Κάποια μέρα που έβοσκε τα ζώα ο Σάββας γιος του αδερφού του Κυριάκου βρέθηκε πνιγμένο. Ο παπά Γιώργης απέδειξε ότι τον σκότωσαν οι Αρμένιοι που κατοικούσαν στην περιοχή και κατάφερε να τους βάλει φυλακή ίσως σ' αυτο τον βοήθησε και ο θείος του που ήταν εισαγγελέας στην Κωνσταντινούπολη. Από τότε οι Αρμένιοι έψαχναν ευκαιρία να τον σκοτώσουν.
![]() |
Ρώσικη εικόνα αυτης της εποχής |
Το 1903 μεταναστεύει μόνος του στην αρχή στο χωριό Χονάϊκα ή Γουνάϊκα (Gunayaka) της Ρωσσίας της περιοχής Αικατεριντάν ( ή Αικατερινοτάρ του Κυβερνείου Κουπάν)και σήμερα Krasnodar . Στο χωριό μόλις είχε τελειώσει κάποιος ένα διώροφο σπίτι αλλά η γυναίκα του δεν ήθελε να μείνει εκεί. Τον βοήθησαν οι χωριανοί με δανεικά και αγόρασε το σπίτι ο Παπα-Γιώργης .Αμέσως μετά πήγε στο Αρμούτσαλι να φέρει την οικογένεια του.
Στην Γουνάϊκα ήρθαν με τα πόδια, σ’ ένα γαϊδουράκι φόρτωσαν μόνο κάποια λίγα πράγματα., ο γιος του Γιάννης ήταν τότε 10 χρονών ενώ ο Ηλίας 6 χρονών. Ο δε Ηλίας θυμόταν ότι σ’ όλη την διαδρομή κρατούσε ένα τηγάνι και περπατούσε.
Ήταν ορεινό χωριό και είχαν αγελάδες και συνεχώς με μια κόσα έκοβαν χόρτο και δημιουργούσαν στοίβες. Παρήγαγαν κρέας βούτυρο τυρί. Καλλιεργούσαν καπνό και καλαμπόκι. Σιτάρι που δεν γινόταν στα μέρη τους επειδή ήταν ορεινά, το αγόραζαν για τα κόλυβα μόνο ενώ ψωμί έτρωγαν καλαμπουκίσιο. Γύρισε και πήρε και την οικογένειά του.. Οι κάτοικοι της Γουνάϊκα ήταν Παφρινοί (από την Πάφλα του Πόντου που διατήρησαν την θρησκεία τους αλλά μιλούσαν Τούρκικα). όπως και στα υπόλοιπα 6 χωριά που έκανε τον παπά και τον δάσκαλο. Ο παπά-Γιώργης έκτισε με προσωπική εργασία εκκλησία. δουλεύοντας και ο ίδιος σαν κτίστης και φτιάχνοντας σχέδια.
![]() |
Τα εκκλησιατικά βιβλία του παπά-Γιώργη που μεταφέρθηκαν στην εκκλησία του Ζερβοχωρίου |
![]() |
η πρώτη σελίδα του ενός βιβλίου τυπωμένο στην Αθήνα το 1904 |
Το ισόγειο του σπιτιού του το έκανε σχολείο και πάνω έμενε αυτός. Ο παπα-Γιώργης είχε και ένα τρίτο αγόρι με όνομα Παύλο. Ήταν πολύ έξυπνο όπως δείχνει η παρακάτω ιστορία. Ο Παύλος ήταν άρρωστος κάποια μέρα και δεν κατέβηκε στο σχολείο. Έτυχε ο δάσκαλος να εξετάζει τους μαθητές μιας τάξης μεγαλύτερης από αυτήν του Παύλου εκείνη την ημέρα. Έκανε μια δύσκολη ερώτηση και κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει. Ο Παύλος εμφανίστηκε στο παράθυρο του σχολείου δίπλα από την σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Τον ρώτησε ο Δάσκαλος και απάντησε σωστά ο Παύλος αν και μικρότερη τάξη. Και ο δάσκαλος είπε συγκινημένος. Μακάρι να είχα πολλούς τέτοιους μαθητές.
Ήταν πολύ δυνατός. Κάποτε μια γυναίκα έγκυος τον είδε να σηκώνει μια μεγάλη πέτρα που δεν μπορούσαν να σηκώσουν τρεις νοματαίοι και ευχήθηκε το παιδί που θα γεννούσε να του έμοιαζε στην δύναμη. Έτσι έγινε.
Ήταν πολύ δουλευταράς. Πήγαινε στα βουνά και μπόλιαζε άγρια μήλα και αχλάδια για να τρώει ο κόσμος. Ο κλήρος του τον σέβονταν και το φοβόταν γιατί αν έκαναν τίποτε κακό τους κτυπούσε.
Είχε σπίτι το οποίο 5 μήνες έκτιζαν οι κτίστες στη πόλη Λισαβέτσκι (ή Ελισαβέτσκι).Πολιτεία πρέπει να ήτανε λέει ο Τσιπλακίδης Λάζαρος γιατί πήγαινε εκεί για ψώνια ο θείος του Τσιπλακίδης Χαράλαμπος που ήταν πρόεδρος στην Χονάϊκα.
Επέστρεφε μια μέρα στο σπίτι του στο Λισαβέτσκι μαζί με κάποιους Κούρσικ. Κάπου στο δάσος σκέφτηκαν οι Κούρσικ να τον σκοτώσουν και να του πάρουν τα λεφτά. Τους κατάλαβε ο παπά-Γιώργης κατέβηκε από το άλογο έβγαλε το όπλο του και τους είπε εσείς θα με σκοτώνατε εγώ όμως δεν σας σκοτώνω γιατί δεν μου το επιτρέπει η θρησκεία μου.
Του άρεζε πολύ και διοργάνωνε αγώνες πάλης όπου πιθανόν να έπαιρνε μέρος και ο ίδιος.
Ήταν γλεντζές και αγαπητός στην παρέα έλεγε αστεία και έκανε πλάκες. Όταν καθόταν σε ταβέρνα έβαζε το καπέλο του πάνω στο τραπέζι ,αφού απαγορευόταν αυτά στους παπάδες και έλεγε απευθυνόμενος προς το καπέλο «Εσύ τώρα ποπά κάτσε εκεί εγώ θα πιω λίγο ή θα χορέψω».
Ήταν απλοχέρης και φιλοξενούσε πολύ συχνά κόσμο στο σπίτι του και έκανε πολλά τραπεζώματα σε φτωχούς και όχι μόνο..
Του ζήτησαν κάποτε κάποιοι κρυπτοχριστιανοί (φανερά Τούρκοι κρυφά χριστιανοί) να τους μεταλάβει και το έκανε σε κρυφό μέρος κάτω από την γη τον ευχαρίστησαν δίνοντας του μια λίρα ο καθένας.
Κουτσουρούμ ονόμαζαν το μέρος που αποθήκευαν τα σιτάρια ή καλαμπόκια. Κατάλαβε κάποτε ο παπα-Γιώργης ότι κάποιος του έκλεβε σιτάρι .Το βράδυ κοιμήθηκε δίπλα στο κουτσουρούμ. Ήρθε ο κλέφτης γέμισε το τσουβάλι και δεν μπορούσε να το σηκώσει. Τον βοήθησε να σηκώσει και να πάρει το τσουβάλι αλλά του είπε να μην το ξανακάνει γιατί τα παιδιά του θα τον σκοτώσουν.
Λόγω της ιδιότητας του παπάς δεν τα πήγαινε καλά με τους Μπολσεβίκους. Το 1917 μάλλον μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι του δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει το όπλο που είχε μόνιμα μαζί του. Τον κτύπησαν πολύ και τον λιθοβόλησαν. Υπέκυψε στα τραύματα του λίγες μέρες μετά.
Κατά τα λεγόμενα του Τσιπλακίδη Λάζαρου που τα ξέρει από τον θείο του Τσιπλακίδη Χαράλαμπο που ήταν πρόεδρος στην Χονάϊκα και πολλές φορές αντίθετοι ιδεολογικά λέει. Οι Μπολσεβίκοι ήξεραν ότι ο παπά Γιώργης έκανε εναντίων τους προπαγάντα. Αρκετές φορές τον έκαναν έρευνα και εύρισκαν κάτω από τα ράσα πιστόλι τον έδερναν και του έπαιρναν το πιστόλι αλλά την άλλη φορά πάλι αυτός καινούργιο πιστόλι. Την τελευταία φορά τον έδειραν έξω από το χωριό δεν μπόρεσε να μπει στο χωριό γιατί ήταν οι Μπολσεβίκοι και ξάπλωσε κάτω από μια θημωνιά άχυρα για να ζεσταθεί. Ίσως χιόνιζε κιόλας. Μετά από αρκετές μέρες τον βρήκαν εκεί. όταν πήγαν να πάρουν τα άχυρα. Όταν ρώτησα τον Τσιπλακίδη Λάζαρο αν άκουσε και αν πιστεύει ότι άγιασε το χέρι του μου απάντησε έτσι. Με το ένα χέρι έπαιρνε τα λεφτά αλλά με το άλλο τα έδινε στους φτωχούς. Μάζευε στο παρχάτς ότι ήθελε ο καθένας γυρνώντας τα σπίτια του χωριού και όταν έφτανε στο σπίτι κάποιου φτωχού τα άδειαζε όλα εκεί.
Υπάρχει και η εκδοχή του Ορφανίδη Γεωργίου του Συμεών ο οποίος αναφέρει ότι τον σκότωσαν οι Λαυρινοί ( Τουρκόφωνοι) γιατί στεφάνωσε κάποια κοπέλα που κλέφτηκε με κάποιον.
Αποφάσισαν οι υπόλοιποι της οικογένειας να φύγουν στην Ελλάδα. Η γυναίκα του παπα-Γιώργη όμως δεν αισθανόταν καλά γιατί δεν είχε γίνει ακόμη ο τάφος του άνδρας της που ήταν μπροστά στην εκκλησία. Αυτός ήταν και ο λόγος που καθυστέρησαν να έρθουν στην Ελλάδα.
Αργότερα άνοιξαν τον τάφο οι Μπολσεβίκοι ίσως για να βρουν χρυσά ή λίρες ή τον σταυρό του που του έβαλαν στον τάφο και βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα χέρι που άγιασε και έμοιαζε με κερί. Τον παράτησαν ανοιχτό και έφυγαν . Μια Αρμένισσα που μάζευε χόρτα πλησίασε να δει από πού έρχεται η μοσχοβολιά και βρέθηκε μπροστά στον ανοιγμένο τάφο με το αγιασμένο χέρι. Πήρε το χέρι και το φύλαγε κάτω από το κρεβάτι της. Έστειλε γράμμα στα παιδιά του παπά στην Ελλάδα και τους πληροφορούσε για το αγιασμένο χέρι. Ο γιος του Γιάννης πήγε στην αστυνομία και ζήτησε άδεια να πάει να φέρει το αγιασμένο χέρι. Ήταν επί Μεταξά και του είπαν ότι δεν μπορούν να του δώσουν άδεια, εκτός αν θέλει να πάει παράνομα, πράγμα που δεν το αποφάσισε.
Ο παπάς Θόδωρος ήταν ο δεύτερος παπάς στην Γονάϊκα και έγινε ο κυρίως παπάς μετά τον θάνατο του παπά Γιώργη. Οταν ο παπάς Θόδωρος ήρθε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στο Ζερβοχώρι και μετέφερε εκεί κειμήλια απο την εκκλησία της Γονάϊκα. Τα περισσότερα απο αυτά αγοράστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν απο τον παπά Γιώργη και φωτογραφίες τους παραπάνω.
![]() |
κόρη του παπα Θόδωρου με το πετραχίλι του |
No comments:
Post a Comment